- ἱματιουργική
- ἱματιουργικόςskilled in making clothesfem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ιματιουργικός — ἱματιουργικός, ή, όν (Α) [ιματιουργός] 1. αυτός που αναφέρεται στην κατασκευή τών ιματίων 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἱματιουργική (ενν. τέχνη) η τέχνη τού ιματιουργού … Dictionary of Greek